- ῥώξ, ῥωγός
- ὁ N 3 1-0-2-0-0=3 Lv 19,10; Is 17,6; 65,8grape Lv 19,10; berry Is 17,6Cf. SHIPP 1978, 481
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ρώξ — (I) ῥωγός, ἡ, ΜΑ ρήγμα, σχισμή («ἀνὰ ῥωγᾱς μεγάροιο» μέσα από τους στενούς διαδρόμους που οδηγούν στο μέγαρο, Ομ. Οδ.) αρχ. σύντριμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥώξ, ῥωγός ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* και μαρτυρείται μόνο στην αιτ. τού… … Dictionary of Greek
ῥωγός — ῥάξ grape fem gen sg ῥώξ grape fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρώγα — η / ῥώξ, ῥωγός, ΝΜΑ, και ράγα, Ν, και ῥάξ, Α (κυρίως για το σταφύλι) μικρός σφαιροειδής καρπός (α. «τής αγίας Μαρίνας ρώγα και τ άγιο Λιος σταφύλι», δημ. τραγούδι β. «οὐδὲ τὰς ῥῶγας τοῡ ἀμπελῶνος σου συλλέξεις», ΠΔ) νεοελλ. 1. η θηλή τού μαστού 2 … Dictionary of Greek
αρρώξ — ἀρρώξ, ο, η (Α) αυτός που δεν έχει ρωγμές, ο άρρηκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρώξ ( ρωγός) (< ρήγνυμι) «ρήγμα, σχίσμα»] … Dictionary of Greek
επιρρωγολογούμαι — ἐπιρρωγολογοῡμαι, έομαι (Α) 1. μαζεύω μετά τον τρύγο τις ρώγες που έμειναν 2. (το ενεργ. κατά τον Ησύχ.) «ἐπιρρωγολογοῡσι καλαμῶνται τὸν ἀμπελῶνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρωξ, ρωγός «ρώγα του σταφυλιού» + λογούμαι, τού λογώ* «μαζεύω»] … Dictionary of Greek
ευρώγης — εὐρώγης, ες (Α) αυτός που έχει καλές ρώγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ* + ρωξ, ρωγός «ρώγα»] … Dictionary of Greek
ρωγάς — άδος, ὁ, ἡ, Α 1. ως επίθ. ξεσχισμένος, κουρελιασμένος 2. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) ρήγμα, σχίσμα γης, χάσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. πεδι άς)] … Dictionary of Greek
ρωγαλέος — η, ον, Α (επικ. τ.) εντελώς σχισμένος, κουρελιασμένος («ῥάκος... ἠδέ χιτῶνα, ῥωγαλέα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, πειναλέος)] … Dictionary of Greek
ρωγμή — η / ῥωγμή, ΝΜΑ και ῥωχμή ΜΑ επιμήκης επιφανειακή ή βαθιά σχισμή στερεού σώματος, διακοπή τής συνέχειας μιας επιφάνειας με τον σχηματισμό ανοίγματος σε αυτήν, σκάσιμο, χάσμα (α. «μετά τον σεισμό παρουσιάστηκαν πολλές ρωγμές στο έδαφος» β. «ῥωγμή… … Dictionary of Greek
ρωχμός — (I) και ῥωγμός, ὁ, Α ρήγμα, σχισμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ῥωκ σμός, με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα σμός (πρβλ. ἰωχμός). Ο τ. ῥωγμός < θ. ῥωγ τού ῥήγνυμι + κατάλ.… … Dictionary of Greek
овраг — род. п. а, др. русск. врагъ (Сузд. летоп. под 1373 г., Двинск. грам. ХV в.; см. Соболевский, ниже), болг. овраг. Как правило, исходят из *вьрагъ от виръ ключ (вод.), стремнина (в реке) , вьрѣти бить ключом (см. Соболевский, РФВ 66, 346 и сл.;… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера